- Ἀχαίου
- Ἀχαίοςmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ἀχαιοῦ — Ἀχαιός Achaean masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φθίος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Επώνυμος ήρωας της πόλης Φθίας, της Φθιώτιδας χώρας και του λαού των Φθίων. Σύμφωνα με την παράδοση, ο Φ. και οι αδελφοί του Αχαιός και Πελασγός ήταν γιοι του Ποσειδώνα και της Λάρισας. Αυτοί οδήγησαν τους Πελασγούς … Dictionary of Greek
συνελαύνω — ΜΑ, ομηρ. και αττ. τ. ξυνελαύνω Α [ἐλαύνω] παρορμώ, παρακινώ αρχ. 1. οδηγώ μαζί προς ένα μέρος («συνελάσσας εἰς τὰ ἱππάσιμα χωρία τὰ θηρία», Ξεν.) 2. σύρω ορμητικά προς ένα μέρος μαζί 3. (σχετικά με τα δόντια) χτυπώ («σὺν δ ἤλασ ὀδόντας», Ομ.… … Dictionary of Greek
Κρέουσα — I Αρχαία παραλιακή πόλη της Βοιωτίας. Ήταν χτισμένη σε έναν όρμο του Κορινθιακού κόλπου και οι Θεσπιείς τη χρησιμοποιούσαν ως επίνειό τους. Οι Ρωμαίοι χρησιμοποιούσαν την Κ. ως τόπο απόβασης στις εκστρατείες τους εναντίον των Ελλήνων. Η σημερινή… … Dictionary of Greek
Λαμέδων — Μυθολογικό πρόσωπο. Βασιλιάς της Σικυώνας, απόγονος του Απόλλωνα, γιος του Κορώνου και αδελφός του Κόρακα. Σύμφωνα με την παράδοση, ανέβηκε στον θρόνο μετά τον Επωπέα τον Θεσσαλό και παντρεύτηκε τη Φηνώ, κόρη του Κλυτία. Είχε φιλικές σχέσεις με… … Dictionary of Greek